αποξεραίνω

αποξεραίνω
(αόρ. αποξέρανα, παθ. αόρ. αποξεράθηκα) см. αποξηραίνω;

αποξεραίνομαι

1) — засыхать;

2) перен. застыть на месте

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποξεραίνω" в других словарях:

  • αποξεραίνω — βλ. αποξηραίνω …   Dictionary of Greek

  • αποξεραίνω — βλ. αποξηραίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγξηραίνω — ἐγξηραίνω (Α) ξεραίνω καλά, αποξεραίνω …   Dictionary of Greek

  • απομαραίνω — ανα, άθηκα, αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποξηραίνω — και αποξεραίνω ανα, άθηκα, ξεραμένος 1. ξεραίνω εντελώς: Αποξέραναν τους βαλτότοπους και τους έκαναν τα καλύτερα χτήματα. 2. μένω κατάπληκτος: Καθώς δεν περίμενε να με δει, μόλις μ αντίκρισε αποξεράθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»